εντελεχης

εντελεχης
    ἐντελεχής
    ἐν-τελ-εχής
    2
    филос. осуществленный, действительный
    

(ἐντελεχῆ ποιῆσαί τι Arst. - v. l. ἐνδελεχής)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εντελεχης" в других словарях:

  • εντελεχής — ἐντελεχής, ές (Α) βλ. ενδελεχής, εντελέχεια …   Dictionary of Greek

  • ἐντελεχῆ — ἐντελεχής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐντελεχής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐντελεχής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχεῖς — ἐντελεχής masc/fem acc pl ἐντελεχής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχέστατα — ἐντελεχής adverbial superl ἐντελεχής neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχοῦς — ἐντελεχής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχέσιν — ἐντελεχής masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχῶν — ἐντελεχής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντελεχῶς — ἐντελεχής adverbial (attic epic doric) ἐντελεχῶς indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντελέχεια — Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»